μια νύχτα γεμάτη βροχή

24 Σεπτεμβρίου, 2011

Good Night Elizabet, by llailaa

Manières d’être à la Rue Didot

… άφησε σήμερα για πρώτη φορά το κοριτσάκι της στον παιδικό σταθμό, πρώτη φορά. ένα μωρό δέκα μηνών που λιγόστεψε ξαφνικά ανάμεσα στα άλλα κι άρχισε να αλλάζει σχήμα μέσα από τα αντιφατικά προστάγματα της παιδικής επιθυμίας: ποιο θ’ απλώσει το χέρι να πιάσει το μάτι του άλλου, το αυτί, το κουμπί, το παιχνίδι, την αγκαλιά της παιδοκόμου… μαύρες σκιές κύκλωσαν τα μάτια της, καθώς δεν κατάφερνε να διαχειριστεί τον κατακλυσμό των νέων εντυπώσεων. κι όταν της έβαλαν τα παιχνίδια τους στα χέρια, εκείνη αρνήθηκε πεισματικά να κλείσει τα δάχτυλά της … την έβαλαν μπρούμυτα να παίξει, μα εκείνη κύλησε ανάσκελα έξω από το στρώμα τους …  θέλει να στηριχτεί στην πλάτη της, να βλέπει, να είναι ασφαλής και προφυλαγμένη κι απομυζώντας την πιπίλα της κοιτάζει μ’ επιμονή, περιέργεια κι απάθεια. την άφησε λοιπόν… για δύο ώρες μόνο… δοκιμαστικά … και τι μ’ αυτό; την άφησε πάντως. τρόμαξε και η ίδια σ’αυτό της το διάβημα… κι όχι τόσο στο ίδιο το διάβημα, μα πιο πολύ στην απειλή της επανάληψης, που θα έρθει να διαβρώσει σιγά-σιγά την οδύνη να εγκαταλείπει τα κομμάτια της! το σκιάχτρο του εθισμού και της νέκρωσης να την παραφυλάει… βγήκε…

… όλα σκοτεινά και συννεφιασμένα, χωρίς σκιές, επίπεδα, γκρι. κάνει κρύο και είναι μέρος του… γυρνώντας στο σπίτι μπήκε στο tabac της γωνίας για να αγοράσει ένα μηνιαίο κουπόνι για το μετρό. το πορτοκαλί χαρτάκι έκανε γρήγορα την εμφάνισή του στον ψηλό σαν χαράκωμα πάγκο. γύρεψε να πληρώσει… πριν από τα χέρια της, μέσα στην τσάντα της τα μάτια του άλλου. «δεν δεχόμαστε επιταγές», η ερήμην του ξύλινη φωνή του και με μιας το πάνω απρόσωπο άκρο του σκέπασε το πορτοκαλί χαρτονάκι. «ένα λεπτό» είπε και δύο κατοστάρικα και δύο φράγκα για να του διευκολύνουν τα ρέστα ήταν αρκετά για να την ευχαριστήσει πολύ… κενοί, ακατοίκητοι κώδικες ξεχειλίζουν από παντού και σκεπάζουν τα πάντα… βγήκε πάλι, αφού έγραψε τον αριθμό της κάρτας της στο κουπόνι, που έγινε έτσι για πάντα δικό της .. συμμόρφωση μηχανική με τους κανόνες του παιχνιδιού, μόνο και μόνο γιατί δεν είχε καθόλου στο νου της να παίξει ..

… γκρίζα βήματα την έβγαλαν πάλι στον λιθόστρωτο δρόμο… ένιωσε γκρίζα κι αυτή, τόσο που δεν ξεχώριζε πια από το γκρίζο της πέτρας και του ουρανού… μόνο τα μάτια της φαίνονταν, τα έβλεπε θαμπά κι επίπεδα στις διεσταλμένες κόγχες τους, κι εκείνη, μονάχα μάτια ένιωθε να είναι… κι αυτά την έσερναν,  κι ακολουθώντας τα χωνόταν όλο και πιο βαθιά στην μέσα στην ατέρμονη προοπτική του δρόμου… κι άλλα πνιγμένα βήματα, άχρωμα κι αχρησιμοποίητα, απάτητα θαρρείς μα αναπόφευκτα… η συννεφιά καταπίνει τους ήχους για να χορτάσει… κάθε τόσο σπασμένα, σκόρπια, διάσπαρτα κομμάτια σκληρό φως να της τρυπάνε το βλέμμα κάθε που πέφτει πάνω τους με τα μούτρα και θρυψαλιασμένα να κατρακυλάνε στα πόδια της… και η συννεφιά να έρπει και να καταπίνει χωρίς απόλαυση… τα μαγαζιά ανοιχτά, τα λεωφορεία περνούν κι όμως τίποτε δεν ξεπερνούσε τα μουγκά της βήματα…

… τα κόκκινα τούβλα του νοσοκομείου, που φύτρωσαν έτσι θαρρείς, χτισμένα σε τοίχο και βγήκαν από το χώμα, τότε που ακόμη υπήρχε χώμα και γη… στη μέση, η μαύρη-πάντα κλειστή σιδερένια πόρτα-αίνιγμα, σήμερα όμως στεφανωμένη από κάτι σαν γκρίζα μαλλιά και γκρίζα ρούχα, έναν ακίνητο γκρίζο αφρό με χίλια πρόσωπα. την κοίταζε ο αφρός στα μάτια… τον κοίταξαν και τα δικά της… δύο τύπους με στολή ξέβρασε ο αφρός και τους ξεχώρισε σαν ξένα σώματα, τους απέβαλε, σαν στερεά… κι αυτοί στάθηκαν από την μία κι από την άλλη… κι η πόρτα άνοιξε σιγά-σιγά κι αθόρυβα, θα έλεγες χωρίς πόνο και τρίξιμο, χωρίς προσπάθεια, αυτόματα… φάνηκε ένα αυτοκίνητο, φρεσκογλειμμένο, γυαλιστερό. από τα παράθυρά του φαίνονταν λουλούδια … μπορούσε να φανταστεί και τα άλλα πράγματα, τα υπόλοιπα, τα μέσα… και τελείωνε το μαύρο κορμί του σε τρία μεγάλα πολύχρωμα ανθισμένα στεφάνια, κι έμοιαζε παράξενος χοντροκόρακας με χρωματιστή αποκριάτικη ουρά και γυαλιστερό ράμφος… τα γκρίζα πρόσωπα του αφρού, πάντα βουβά κι ερμητικά, παραμέρισαν τα ανέκφραστα πέλματά τους και πέρασε το πουλί, αργά κι αθόρυβα, σαν να ήταν μόνο του, σαν να έφτασε τώρα ακριβώς η στιγμή του solo του, και βγήκε σιγά στο δρόμο, σιγά, όσο για να προλάβει να στηθεί η πομπή… κι όπως το έβλεπε τώρα από πίσω, τα χρωματιστά λουλουδένια του οπίσθια ήταν τυλιγμένα σε πορφυρή ταινία με χρυσά γράμματα: «στον ακριβό μου σύζυγο» και «ακριβός» και «σύζυγος» και «μου». κι εκείνη τώρα ξέρει ποιος χόρτασε του κορακιού τα σπλάχνα και ποιος απ’ έξω πλήρωσε για την ουρά του… το δίχως άλλο, η ταινία ήταν γραμμένη από πριν, από πάντα… έχουν οι επαγγελματίες απόθεμα ολόκληρο από όλα τα απαραίτητα: λουλούδια, χρυσά γράμματα, χάπια… κι έτσι δεν γράφει όνομα! ή μήπως για να χρησιμοποιηθεί και για τον επόμενο «ακριβό σύζυγο»… και οι άνθρωποι με την στολή, πάντα παρόντες για να ορίζουν με ακρίβεια τα σύνορα της γκάμας των επιτρεπόμενων εκφράσεων και συναισθημάτων.

… πριν δύο χρόνια και δύο μήνες τα ίδια και για εκείνην… είναι ολοκάθαρο: μπαίνεις στο νοσηλευτικό εργοστάσιο από μπροστά, από την μεγαλόπρεπη την πύλη του θριάμβου, με ένα άσπρο αυτοκίνητο και άσπρους συνοδούς, όσο πιο κραυγαλέα γίνεται, όσο πιο πανηγυρικά … παροξυσμός επιδειξία, σαρκοφάγα εξοικείωση με το σοκ της εισόδου και τα σιδερικά που άπρεπα και ξεδιάντροπα φλυαρούν μεταξύ τους και σε διεκδικούν … θέλουν να δείξουν ότι είσαι εκεί, ότι σε κρατούν, κι ακόμη ότι τους προτίμησες, αυτούς ειδικά και όχι τους απέναντι ανταγωνιστές τους … είσαι το λάφυρο που περνά κι αυτό, άλλο ένα, κάτω από την αψίδα … κι είναι αυτοί οι επίγειοι θεοί που θα σε σώσουν στ’ αλήθεια, ούτε κι εσύ ξέρεις το πώς … ξέρουν αυτοί, δεν θα σου πουν … ο παραλογισμός του όσο λιγότερο συμμετέχεις, τόσο καλύτερα … ο εξευτελισμός του όσο πιο άλογος, τόσο πιο συνεργάσιμος. διαβατήρια διατύπωση: «δήλωση αποξένωσης από την ζωή σου». δεν αξιώνεσαι ούτε καν αλλοτρίωση: δεν σε διεκδικεί άλλος, σε θέλει το τίποτε… η ζωή σου δεν είναι δουλειά σου, είναι ανάθεση, είναι δουλειά τους, αυτών που σώζουν… και τούτο πρέπει να το δουν όλοι, να το χωνέψουν καλά, κι όσοι ακόμη είναι όρθιοι και γεροί ή τεθλασμένοι μέσα σε πολύχρωμα αυτοκίνητα, να ξέρουν για τότε που θα έρθει η σειρά τους… κι ύστερα, όταν όλα τελειώσουν, ο μεγάλος επιδειξίας, το μεγάλο λευκό θηρίο που σ’έβαλε λάφυρο γιορταστικό στο στόμα του, λείψανο άπραγο θα σε απεκκρίνει, το πρόσωπό σου ανυπεράσπιστο να το κοιτούν όλοι… θα βγεις κρυφά από την πίσω πόρτα του υπογείου την μικρή, αυτήν που βγάζει στο πλαϊνό αδιέξοδο δρομάκι, κανένας να μην δει, όπως κανένας δεν βλέπει όταν απεκκρίνουμε, κανένας να μην μάθει ότι απέτυχαν… το μαύρο αυτοκίνητο θα σε αναλάβει, σιωπή και αμορτισέρ και ρόδες από μαύρο απορροφητικό καουτσούκ και μαύροι οι συνοδοί σου… τρώμε δημόσια, απεκκρίνουμε κρυφά… τρώμε επιδεικτικά, απεκκρίνουμε βαθιά κρυμμένοι… η εικόνα της ζωής και του ελέγχου της να θάβει την εικόνα του θανάτου μέσα στην ήττα και την ντροπή… στα χάπια… και η ζωή να μάχεται τον εαυτό της και να παριστάνει με δόλο ότι μάχεται τον θάνατο… στοιβάξετε εδώ τις αδειασμένες από αίμα ζωές σας, εισφέρετε εύχρηστα κορμιά πεθαμένα, κρέατα άβουλα και παθητικά στα αναλώσιμα της αλαζονείας … το τέρας έχει μόνο στόμα, δεν έχει οπίσθια… κάπου ανάμεσα, δεν μπαίνει στον κόπο, δεν ξέρει πώς, δεν λαχταρά ούτε καν να σας πέψει…

… έφτασε κάποτε και κοντά σ’εκείνη, όπως από καιρό το περίμενε, το πλαϊνό αδιέξοδο δρομάκι, η χαμηλή η πόρτα που έβγαζε από το υγρό ημιυπόγειο, στο πατημένο χώμα… και ήταν έντεκα το βράδυ, όταν ξεκίνησαν, άλλοι ζεστοί, κι άλλοι κιόλας κρύοι, την τελευταία διαδρομή προς το πατρικό σπίτι… κι έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε, έβρεχε… όλη την νύχτα, ώσπου χαράματα άρχισαν τα πουλιά… ποτέ ο δρόμος και η βροχή δεν είχαν ενωθεί με τόσο πάθος μπροστά στα μάτια της… ποτέ δεν ένιωσε την άσφαλτο τόσο μαλακιά…

Παρίσι, 2 Ιουνίου 1986

PLAY για να ακούσετε το γραμμόφωνο


οι μόνοι

5 Ιουνίου, 2011

4.- δικό μου, Crayon aquarellable, 63X140 mm, σε χαρτί πλαισίου (πασπαρτού), mai 1991. Για λίγο μεγαλύτερη ανάλυση, στην «προσωπική πινακοθήκη». ©All rights reserved

άνθρωποι μόνοι
άχρωμη φωνή
επίπεδη
άνθρωποι μόνοι
να βάφεις ατέλειωτους μονόλογους
δεν με ακούς
άνθρωποι μόνοι
να μιλάς επάνω στη φωνή μου
να αγωνιάς να εκφραστείς
άνθρωποι μόνοι
να απαιτείς το αυτί μου
-κι ούτε θυμάμαι αν μ’άκουσες ποτέ
άνθρωποι μόνοι
κάποτε άθελα φυλακίστηκες στο κουκούλι σου
και κανείς πια δεν μπορεί να σ’αγγίξει
άνθρωποι μόνοι
κουφάθηκες
δεν θα τραγουδήσεις ποτέ

Κυριακή 05 Ιουνίου 2011

[ play, για ν’ακούσετε το γραμμόφωνο ]


αναζητώντας τον παρόντα χρόνο

27 Μαρτίου, 2011

το πρωτότυπο, στα γαλλικά (μεγαλώστε)

επιθυμώ χωρίς ανάπαυλα
ως την απόγνωση
επιθυμώ τον παραισθησιογόνο έρωτα
ψευδαίσθηση μοιράσματος έξω απ’το χρόνο
μοιράσματος με τους όμοιους
που έζησαν κάποτε
και που θα ζήσουν όταν δεν θα υπάρχω

ζητώ μερίδιο από την τέχνη
που πάντα ανήκε στους ιδιοφυείς
την τέχνη των παιχνιδιών των πιο επικίνδυνων
εκείνων που ανθίζουν στα όρια τα άπιαστα της ύπαρξης
που όλοι λυσσάνε να δρασκελίσουν
εκεί που καθένας μεθά
με φευγαλέες εκδρομές στο επέκεινα
εκεί που καθένας υπάρχει
μονάχα για ν’αγγίξει τον απαγορευμένο καρπό

η ζωή παραμονεύει την καταστροφή:
ενός σώματος
που προκαλεί αδιάκοπα την άβυσσο του θανάτου και της ειρήνης
η ζωή παραμονεύει την καταστροφή:
μιας ψυχής
που γλύφει αχόρταγα τις όχθες της τρέλας
καθώς τις ζωντανεύουν ανεπαίσθητα οι σκιές των σειρήνων



Απόδοση στα ελληνικά στις 26 Μαρτίου 2011


[ play, για ν’ακούσετε το γραμμόφωνο ]


κι εγώ εδώ

21 Μαρτίου, 2011

3.-δικό μου, crayon aquarellable και κάρβουνο (μικτή), 350X500 mm, σε χαρτί Schoeller Durex Ματ, 10août1991. Για λίγο μεγαλύτερη ανάλυση, στην «προσωπική πινακοθήκη». ©All rights reserved

τεντώνω τις λέξεις μου
για να μου φτάσουν
για να σκεπάσουν τα όσα νιώθω
για να σε φτάσουν
να σε σκεπάσουν

να σε ζεστάνουν
τεντώνω τις λέξεις μου
και σκίζονται
και δεν αρκούν
και σε γυρεύω
κι ο χρόνος να με κυνηγά
κι είδα τα αυλάκια στο μάρμαρο
γράμματα που σχημάτιζαν το όνομά σου
μετέωρη για μια στιγμή
μετά γαλήνη
και ένιωσα τη γη
να σπρώχνει ζεστά τα πέλματά μου
σε πρόφτασα
σε βρήκα
εδώ είσαι λοιπόν
κι εγώ εδώ
μαζί σου …

19 Μαρτίου 1984στη σκιά του πατέρα μου


[ play, για ν’ακούσετε το γραμμόφωνο ]


δήλωση μη-μετανοίας

25 Φεβρουαρίου, 2011

εναλλακτικός τίτλος: το τίμημα των πρωτοτοκίων

«Pure Paregoric» για νεογέννητα, βάμμα σπόρων οπίου (46%). Βρέφη 5 ημερών, 5 σταγόνες. 2 εβδομάδων, 8 σταγόνες. Νήπια 5 ετών 25 σταγόνες (μεγαλώστε την)

στην Ε.Σ.

η κάτωθι υπογεγραμμένη,

για όσα δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω
όσα κι αν άρχισα
όσο μικρά
όχι τόσο γιατί βαρέθηκα
μα πιο πολύ από απληστία …

ποτέ δεν βρήκα ησυχία
καθώς αφέθηκα
να πνίγομαι όλο και πιο βαθιά
σ’αδυναμία ολοκλήρωσης
γλυκός πνιγμός, εναγώνιος

κυνήγησα μ’ελαφρότητα
την ανησυχία χωρίς τέλος
κι ό,τι υποσχέθηκε να με πάει παραπέρα
κρόταφοι παρανάλωμα
στον πυρετό μιας κάποιας αισθητικής

έτρεξα χίλιες φορές
τον ιστό της αράχνης μου
πάλι και πάλι
σε κάθε θέση άλλη εικόνα
άλλη παραίσθηση

κι όμως ποτέ δεν βρήκα τη θέση μου
παρά μόνο στη ζέση της αέναης
αμφίδρομης μαθητείας
παραίτηση
αδυναμία

je passe la main

χωρίς πρωτοβουλία
χωρίς επιθυμία
πενθώντας εκείνο το θέλω μου
που χάθηκε τόσο νωρίς
κάτω απ’τα πέλματα μιας κάποιας Ηλέκτρας

Σημείωση: η μουσική δεν είναι βέβαια αυτή που αναγράφεται στο info του ηχητικού. Είναι το βαλς του γάμου, της Ελένης Καραΐνδρου, από τον Μελισσοκόμο (1986) του Θ. Αγγελόπουλου.

[ play, για ν’ακούσετε το γραμμόφωνο ]

.

.