.
άκου με
άκουσε τις ανάσες
που πάγωσαν στο βοριά των ζωών μου
τους ήλιους που έχασα
κι εκείνους που ξέχασα
κι όλα τα χίλια χρώματα
που φύλαξε η ίριδα για μένα
μα έπεσαν μέσα από χέρια τρύπια
κι έγιναν ένα με την άμμο
και τάχασα
δες με
σε όσα φοβήθηκα να νοιαστώ
και σ’όσα άφησα
κι απ’όσα έφυγα
σ’όσες σιωπές κροτάλισαν
σε τρύπια ρούχα
και στις γωνιές που διάλεξα να σταθώ
για να κοιτάξω τον κόσμο
και στις ερήμους που πέρασα
και στα ψηλά μου πετάγματα
στον ίλιγγο
κι ύστερα στις βυθίσεις
στα πλάτη της ταλάντωσης τα αχανή
και σε συχνότητες
που κόβουν την ανάσα
και μέτρα
όλα τα δάκρυα που έχω κλάψει
και τα χαμόγελα τα ενοχικά
τα κρυμμένα
και όσα άγγιξα
κι απορρόφησα με το δέρμα μου
και όσα κοίταξα και δεν είδα
φευγάτες εποχές
που γέμισαν την αγκαλιά μου
κι όσα με άγγιξαν
κι όσους με κοίταξαν χωρίς να με δουν
γιατί δεν κόπιασαν στα κλειστά μου παράθυρα
κι όσους με είδαν και βούρκωσα
δες με
στα τόσα που έτρεξα να προλάβω
κάνοντας κύκλους ατέρμονους
που δεν με πήγαν πουθενά
τους πανικούς που μούδεσαν τα πόδια
και μισοφωτισμένα παράθυρα
και ξεφτισμένες κουρτίνες
που ένα χέρι περίμεναν
πίσω από πόρτες βαριές
που ποτέ τους δεν άνοιξαν
κι όμως
πάνω τους έτρεμε μια πεταλούδα
δες με
στις στοές που έσκαψα
στα σκοτεινά
ακολουθώντας μια αόρατη πυξίδα
και στη σχεδία
που μια ζωή
σκυμμένη πάλεψα
πάνω από το νερό να κρατήσω
στην φουσκωμένη πλημμυρίδα
πέντε σανίδες όλες
πέρασα σκοινί στο σιδερένιο κρίκο της
κοντό σκοινί
και πάνω της βρίσκομαι ακόμη
τραβώ το σκοινί
και ζυγίζομαι
λίγο ακόμη να τη σηκώσω
μη βυθιστεί
και με ξεπλύνει από πάνω της το κύμα
σου λέω
λίγο ακόμη
και η δουλειά όπου νάναι τελειώνει
σε λίγο φτάνω την όχθη
κι εγώ
ν’αφήσω τη σχεδία μου
πλάι στις άλλες
κι έρχεται μεγάλη ξεκούραση
σε φιλόξενο χώμα
μα όχι ακόμα
μισή ώρα μετά
την τελική σιωπή
όταν κάθε αυλάκι στο νερό
θα έχει κλείσει
Πέμπτη, 20 Αυγούστου 2009
[ play, για ν’ακούσετε το γραμμόφωνο ]
πολύ ωραίο, μεστό, πραγματικό αλλά και ποιητικό ταυτόχρονα. Μ’ άρεσε γιατί κάπου μέσα του είδα εμένα.
Κλείτωρ,
αυτή είναι η αλήθεια
πώς να μην είναι αλήθειες
αυτά που γράφονται
με τα κομμάτια μας
κι ίσως καταλαβαίνω
όταν λες
ότι μπορεί και κάπου να σε είδες..
χαίρομαι που σε ξαναβλέπω εδώ
Ωραίο (και περίεργο)
Άραγε το «που πάγωσαν στο βοριά των ζωών μου»
το κρατησες για να παραπέμπει ηχητικά στο «βορά ζώων»;
Αέρας, φώς, ανάσα.
Έξω.
Καλημέρα.
καλημερούδια.
Οι φωτογραφίες είναι από πού;
καλημέρα Αλέξανδρε,
το ‘βορά ζώων’ που λες
είναι σαν μου λέει πάλαιψέ το..
όμως
εγώ
όχι
masterpcm,
αποδοχή
συμφιλίωση
παραίτηση
μέσα-έξω
καλημέρα
Μονόλογος ψυχής…
Τι ωραιότερο απο τουτα τα λογια
Καλη σου μερα
happypepper,
δεν ξέρω πια
κάποτε έψαχνα σχεδίες
μία από σκέτη
χωρίς άνθρωπο
χωρίς πανί
χωρίς καμία ανωδομή
η πρώτη κάτι γράφει …stock.com
που δεν το διακρίνω
ούτως ή άλλως
πρόκειται μάλλον
για μεταφορά ξυλείας
σε ποτάμι στη Βραζιλία ίσως,
όπως μου είπε κάποιος,
αλλά αυτό μεταξύ μας..
:)
καλημερούδια
Μαρία Νικολάου,
σ’ευχαριστώ πολύ
χαίρομαι που σε ξαναβλέπω
να έχεις μια όμορφη μέρα
παρατήρησέ με εκεί που λείπω
έτσι δε θα αποσπά την προσοχή σου
η εικόνα μου
κι ίσως με καταλάβεις
Συγχώρα με Hyper, αν διαστρεβλώνω
το πνεύμα του όμορφου ποιήματός σου
αλλά έτσι το διάβασα. Και μ’ άρεσε (πολύ).
Καλημέρα
ktkouk,
πολύ όμορφο αυτό που έγραψες
σ’ευχαριστώ πολύ
δεν διαστρεβλώνεις
μα εμπλουτίζεις
κάτω από νέα οπτική γωνία
ευπρόσδεκτο
και θάταν αλήθεια
αν δεν ήταν πλέον αργά
δεν ζητώ πια
να με καταλάβει κανένας
δεν γίνεται
καλό σου απόγευμα
a propo
θα πάω να ελέγξω
επιτόπου το θέμα
με τις φωτό!
Coco,
το ξέρεις πως σ’εσένα βασίζομαι !
είσαι πλέον η μόνη μου ελπίδα !
– Τι πάσχεις ;
– Από ύπαρξη .
Ν. Καρούζος
Υ.Γ. (Συγκινημένη) Καλό σου βράδυ !
Ελένη Μ.,
έτσι !
σ’ευχαριστώ
σε φιλώ μια όμορφη μέρα !
Ξέρεις πως εδώ έρχομαι με αγάπη.
Για τούτο και λέω γλυκά
[και σαν να μου υπενθυμίζω εφκειόνε το Γερμανό…]
φως, τραβήξτε την κουρτίνα να μπει…
Καλό σου ξημέρωμα.
sikofagos,
κι αν τα σκοτάδια είναι σκοτάδια
πώς και για πόσο να τα μάχεσαι;
έρχεται η ώρα
για την αποδοχή της πραγματικότητας
την συμφιλίωση
με ό,τι αυτή η πραγματικότητα ΕΊΝΑΙ
όλα τ’άλλα είναι ανώφελα
πόσο πια να κάνεις πως δεν βλέπεις ;
σε βλέπω
η στοά της νύχτας βγάζει φως από την αλήθεια σου.
σ’ ακούω
με το δισταχτικό χαμόγελο
να εξερευνά τα λόγια των άλλων
σ’ αγγίζω,
καθώς φέρνεις ψωμί και σταθερότητα στους φίλους
σε γεύομαι,
καθώς γελάμε στο πουθενά της αόριστης γνώσης
που προτρέπει θάνατο και ζει αλήθεια και πάλι
μυρίζομαι απολογισμούς.
πολύ θετικούς και καθάριους,
σε μια πιρόγα ελευθερία
κι ένα ποτάμι μεγάλο σαν τον Αμαζόνιο.
μια φίλη σου
που φχαριστιέται που είναι φίλη σου
ακόμη κι αν ψηφίζει, ξέρεις τι!
χα χα χα!
τέλειο ποίημα,
αλλά πολύ αληθινό.
τόσο που έχει και μια μελωδία ανθρώπινης θλίψης.
δεν μπορώ να σταματήσω αυτό το σχόλιο.
πάρτε μια μυγοσκοτώστρα και κάντε ξουτ!
Ήθελα να γράψω κάτι έξυπνο αλλά δεν μου βγαίνει.
Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω και κομμάτια καθρέπτη ανακαλύπτω.
Από τον τρόπο γραφής σου, κρίνω πως μάλλον ψυχανεμίζεσαι το γιατί
Να είσαι
φίλη μου abttha,
θυμάμαι τα γέλια μας
σαν χτες
όμως
το μόνο σίγουρο είναι το ψωμί
κι εμένα θα με χορτάσει η πιρόγα
Vlaxos,
διαβάζω και ξαναδιαβάζω το σχόλιό σου
και προσπαθώ να μαντέψω
ποια ευχή κρύβει
εκείνο το τελευταίο ‘να είσαι’
… όποια εσυ θελεις.
Γι΄αυτό το άφησα μισό, για να συμπληρώσεις εσύ την σχεδία σου.
Φιλ
Vlaxos,
εντάξει λοιπόν,
θα συμπληρώσω τα σχέδιά μου !
!)
δες με…
δεν έπαψα να ξέρω να θέλω,να ξέρω πώς θέλει κανείς, να ξέρω τις συγκινήσεις και τις σκέψεις που με κάνουν συνήθως να ξέρω πως θέλω ή πως θέλω να θέλω…
katabran,
νάξερες πόσα χρόνια πέρασα
αναζητώντας το χαμένο ‘θέλω’ μου
πριν ν’αρχίσω να μαθαίνω να θέλω ..
κι ακόμη δεν τόμαθα
τώρα θέλω να ξεχάσω να θέλω και να θυμηθώ πως θέλω δε θέλω θα χρειαστεί να μπορώ…
καλημέρα σου , φιλιά!