
Πήγαμε ακόμη μια φορά στην Ακρόπολη. Σήμερα το βράδυ. Τ’ολοστρόγγυλο φεγγάρι έριχνε ένα φως νερωμένο, εύκολο. Ο βράχος ταξίδευε ανάερος και περπατούσαμε στο κατάστρωμα της μεγάλης γαλέρας μ’όλα τα πανιά της ανοιγμένα.
Σταθήκαμε εκεί κοντά στο ναό της Νίκης. Την εκράτησα από τη μέση. Ένιωσα πως η δίψα δε μας χώριζε πια.
— Σαλώμη, πρώτη φορά που ένιωσα στο πλευρό μου έναν άνθρωπο… έναν άνθρωπο της φυλής μου.
Με κοίταξε. Στο πρόσωπό της η έκφραση που αγάπησα τότε που γυρίζαμε από το Αστέρι. Λυπήθηκα που τη φώτιζε το φεγγάρι.
— Ξέρεις, δε με λένε Σαλώμη· με λένε Μπίλιω.
Μια συνοδεία μυθολογίες πέρασε μπροστά μου και χάθηκε· ένα κοπάδι φτερούγες.
— Και τούτο είναι πιο σοβαρό, συνέχισε, δε θα χωριστούμε πια.
Μου φάνηκε πως το καράβι μας περνούσε από ένα κανάλι· ένιωσα στενάχωρα.
— Τώρα, της είπα, ο χωρισμός είναι αδιάφορος.
— Τόσο το καλύτερο… Ξέρεις, δεν πρόκειται να ζήσω πολύ.
Ένας δυνατός ρυθμός κύλησε πάνω στο πέλαγος του φεγγαριού κι ερχότανε ολοένα πιο κοντά μου. Έπειτα, καθώς τα μάτια ζώων σε δρόμους νυχτερινούς, γυάλισαν μέσα στη μνήμη μου τα μάρμαρα της μέρας εκείνης.
— Ά ! να ζήσουμε μαζί στον ήλιο, της είπα.
— Ναι, στον ήλιο, αποκρίθηκε. Για μένα τέλειωσε η Ακρόπολη. Πάει και η παρέα. Μόνο η Λάλα απομένει.
Την άκουα. Είπε ακόμη :
— Ποιος ξέρει, στην άκρη κάθε πόθου μπορεί να υπάρχει μία Λάλα.
Ακούστηκαν τα σφυρίγματα.
— Πρώτη φορά που έρχεται κάτι στην ώρα του. Μου φαίνεται πως τα είπαμε όλα.
Δε μίλησα. Είχαμε φτάσει στην κορυφή της μαρμαρένιας σκάλας.
— Άφησέ με να πάω μόνη· θα προτιμούσα.
— Γεια σου, της είπα.
— Γεια σου. Μη με ξεχάσεις.
Πήρε τα σκαλοπάτια. Κατέβαινε. Κατέβαινε το σώμα που είχα κρατήσει όλο το απόγευμα, με τόση χαρά. Η Σαλώμη είχε χαθεί και προσπαθούσα να το συναρμολογήσω με το καινούργιο του όνομα, εκείνο το σώμα. Κατέβηκε ακόμη. Έμεναν δυο σκαλοπάτια· τα πέρασε. Τώρα η μακριά σκάλα ήταν αδειανή ολωσδιόλου. Την εκοίταζα. Ξαφνικά μου φάνηκε πως το μάρμαρο κατάπιε όλο το φως και κατρακύλησε μαζί του μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. «Μα ποιος είμαι;» αναρωτήθηκα όπως μέσα σ’ένα όνειρο. Τότε ένας ήλιος τυφλωτικός άστραψε κρατώντας στα πλοκάμια του αυτή την αγάπη.

Απόσπασμα από το :
Γιώργος Σεφέρης, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη-(Τέταρτη Νύχτα), Αθήνα, Ερμής, 1998, 273 σ.
Το πρωτότυπο κείμενο είναι πολυτονικό (απολύτως)

[ play, για ν’ακούσετε το γραμμόφωνο ]
If you like, please share:
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...